Η καταιγίδα τελικά υποχώρησε, καθώς το ερευνητικό πλοίο Aurora Borealis διέσχιζε τα σκοτεινά νερά του Νότιου Ωκεανού. Στο κατάστρωμα, μια ομάδα επιστημόνων δούλευε αδιάκοπα: ο θαλάσσιος βιολόγος Σάμουελ Ρίχτερ, η παγετολόγος Έλενα Κοβαλένκο και ο νεαρός ερευνητής Μάικλ Χέις. Η αποστολή τους ήταν απλή στην περιγραφή της: να μελετήσουν τη μικροβιακή ζωή στα μυστηριώδη υποπαγετώδη λίμνια της Ανταρκτικής.
Περίμεναν να λάβουν δείγματα πάγου και δεδομένα, στη συνηθισμένη, παγωμένη ησυχία του Νότου — κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη θα ήταν ζωντανή. Την τέταρτη μέρα, η Έλενα εντόπισε μια περίεργη σκιά να ξεχωρίζει στο άπειρο λευκό του χιονιού.

Αρχικά έμοιαζε με κομμάτι πάγου, αλλά καθώς πλησίαζαν, η μορφή της αποκτούσε πιο τεχνηνή όψη: μια τέλεια σφαίρα που ακτινοβολούσε αχνό φως υπό τον ήλιο. Καθάρισαν την επιφάνειά της και διαπίστωσαν ότι δεν ήταν πέτρα, αλλά ένα διαφανές κέλυφος, μέσα στο οποίο έρεαν κόκκινα αγγεία σαν αιμοφόρα. Στη βάση της, σκοτεινές προεξοχές έμοιαζαν με ρίζες που βυθίζονταν στον πάγο.
Ο Μάικλ ψιθύρισε γεμάτος σκεπτικισμό: «Μοιάζει με αυγό». Ήταν σχεδόν δύο μέτρα ύψος και έτρεμε ελαφρά, σαν να αναπνέει.Η ομάδα έστησε κατασκήνωση και άρχισε να παίρνει προσεκτικά δείγματα. Ο Σάμουελ πέρασε ώρες εξετάζοντας τα θραύσματα κάτω από το μικροσκόπιο. Αυτό που αντίκρισε τον συγκλόνισε: οι πρωτεϊνικές αλυσίδες ανήκαν σε ένα τεράστιο πλατύποδο, ένα καλαμαριόμορφο πλάσμα.

Τα όργανα κατέγραφαν αδύναμους ηλεκτρικούς παλμούς και αχνό καρδιακό ρυθμό. Το αυγό ήταν ζωντανό. Το βράδυ, με τον παγωμένο άνεμο να ουρλιάζει, οι επιστήμονες συζητούσαν έντονα. Ο Σάμουελ θυμήθηκε τις παλιές ιστορίες των φαλαινοθηρών για γιγάντιους λεβιάθαν. Η Έλενα αναφέρθηκε στους μύθους των Ινουίτ και των Παταγονίων για μυστηριώδεις φύλακες κάτω από τον πάγο. «Ίσως δεν βρήκαμε μόνο ένα αυγό», ψιθύρισε, «ίσως ξυπνήσαμε κάτι αρχαίο».
Καθώς οι μέρες περνούσαν, το άγχος αυξανόταν. Έπρεπε να αποφασίσουν: να διατηρήσουν το εύρημα ή να το καταστρέψουν για το καλό της ανθρωπότητας; Ο Μάικλ πίστευε πως με τη δύναμη της επιστήμης θα μπορούσαν να το κατανοήσουν. Η Έλενα όμως φοβόταν: «Τι αν δεν μπορεί να συνυπάρξει μαζί μας;»

Η ευθύνη βάραινε στα χέρια του Σάμουελ. Οι νύχτες του ήταν γεμάτες αϋπνία, καθώς άκουγε τον αέρα και τους όλο και πιο έντονους χτύπους από το εσωτερικό του αυγού. Την όγδοη μέρα, ένα ξαφνικό τρίξιμο έσπασε τη σιωπή. Ρωγμές άρχισαν να απλώνονται στο κέλυφος, που άρχισε να λάμπει αχνά. Οι ρίζες τρεμόπαιζαν, σαν να προσπαθούσαν να απελευθερωθούν.
«Βγαίνει!» φώναξε ο Μάικλ.
Ξέσπασε πανικός, αλλά ο Σάμουελ έμεινε ακίνητος, καθώς οι ρωγμές εξαπλώνονταν σαν ιστός αράχνης. Το αυγό έσπασε, ατμοί ανέβηκαν προς τα έξω και ένα τεράστιο, φιδωτό πλάσμα ξεπρόβαλε. Το σώμα του ήταν καλυμμένο με λαμπερά κελύφη, τα πλοκάμια του αμέτρητα, και τα μαύρα του μάτια τους κοίταζαν με βάθος. Έβγαζε έναν βαθύ, δονητικό ήχο που έκανε τον πάγο να τρέμει.
Ο Μάικλ ψιθύρισε με δάκρυα: «Είναι πανέμορφο…»
Ο θαυμασμός όμως σύντομα μετατράπηκε σε φόβο. Ο Σάμουελ άρπαξε το κουμπί του πυροκροτητή, έτοιμος να προστατεύσει όλους.
«Κάν’ το!» διέταξε η Έλενα. «Αν πολλαπλασιαστεί, η ανθρωπότητα δεν θα αντέξει!» Ο Μάικλ όμως παρενέβη: «Όχι! Δεν είναι εχθρός. Το δημιουργήσαμε. Το να το σκοτώσουμε θα ήταν φόνος.»
Η σιωπή έπεσε ξανά. Το τρίξιμο του κελύφους και η βαθιά φωνή του πλάσματος γέμισαν τον αέρα. Το δάχτυλο του Σάμουελ τρέμαγε πάνω στο κουμπί, αλλά κοίταξε τον Μάικλ και είδε εκεί το θαυμασμό και την πίστη πως οι μύθοι μπορεί να μιλούν για φύλακες, όχι τέρατα.
Το πλάσμα γύρισε το τεράστιο κεφάλι του προς το μέρος τους. Στα μάτια του, ο Σάμουελ διέκρινε θλίψη — ένα αρχαίο μυαλό ξύπνησε σε έναν κόσμο άγνωστο και εχθρικό. Με μια τελευταία, αχνή κραυγή, το πλάσμα γλίστρησε στον πάγο και χάθηκε με τρομακτική χάρη στη σχισμή, βυθιζόμενο στα αχανή νερά του Νότιου Ωκεανού.
Το στρατόπεδο πάγωσε. Ο Σάμουελ κατέβασε σιγά τον πυροκροτητή.
«Δεν βρήκαμε μόνο ζωή», ψιθύρισε, «αλλά και ένα παρελθόν που είχαμε ξεχάσει εδώ και καιρό…»a