Το τούνελ κάτω από την αποθήκη
Πάντα θεωρούσα την αποθήκη του παππού κάτι απόλυτα συνηθισμένο.
Σταθερό δάπεδο, σανίδες που έτριζαν από τα χρόνια.
Μέχρι εκείνη τη μέρα που άκουσα έναν κούφιο ήχο – σαν να υπήρχε κενό από κάτω.
Η περιέργεια νίκησε τον φόβο. Έπιασα έναν λοστό, σήκωσα δύο σανίδες και πάγωσα: μια ορθογώνια είσοδος με ξύλινα σκαλοπάτια οδηγούσε στο σκοτάδι. Κρύος αέρας μου έγδαρε το πρόσωπο.

Άναψα σπίρτο. Κατέβηκα. Οι τοίχοι ήταν λείοι, οι δοκοί σωστά ευθυγραμμισμένοι. Κάποιος το είχε χτίσει προσεκτικά. Και στη σκόνη – φρέσκα αποτυπώματα. Δεν ήμουν ο πρώτος.
Με κάθε σκαλοπάτι το ρίγος δυνάμωνε. Δεν ήταν τυχαίο εύρημα· ήταν ένα μυστικό, καλά κρυμμένο από εμένα και την οικογένειά μου. Και τότε, στο αχνό φως, κατάλαβα πως δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν θα έφευγα από εκεί κάτω ο ίδιος άνθρωπος.

Το τούνελ φάρδυνε. Πέτρινοι τοίχοι. Παλιό σιδηροδρομικό πέρασμα.
Στην άκρη του φωτός – μορφές. Άνθρωποι με κουρελιασμένα ρούχα.
Σήκωσαν τα κεφάλια τους και με κοίταξαν. Ο χρόνος σταμάτησε. Δεν ήξερα ποιοι ήταν· δεν ήξεραν ποιος ήμουν.
Πανικός. Γύρισα, έτρεξα, δεν κοίταζα πίσω. Ο φακός χτυπούσε στο χέρι μου, η καρδιά μου στα αυτιά μου.
Έφτασα πάνω, ξανάβαλα τις σανίδες, έπεσα στο πάτωμα λαχανιασμένος.
Μα η ησυχία είχε χαθεί για πάντα. Τώρα ξέρω ότι κάτω από το σπίτι μου ζουν άλλοι. Κρυμμένοι. Άγνωστοι.
Και το χειρότερο; Μας χωρίζουν μόνο μερικές σανίδες.
