Σε στιγμές σπάνιας διαύγειας – όπως αστέρια που λάμπουν ξαφνικά στον σκοτεινό ουρανό – η ζωή μας χαρίζει καθαρτικές αποκαλύψεις. Μέσα στον θόρυβο και την αβεβαιότητα του κόσμου, ο Simon βίωσε επιτέλους μια τέτοια στιγμή, ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμος να πάρει μια απόφαση που θα άλλαζε τη ζωή του για πάντα.
Το σκηνικό ήταν στημένο. Η ατμόσφαιρα έτρεμε από ένταση. Με τρεμάμενα δάχτυλα, ο Simon πίεσε ένα κουμπί — ένα κουμπί με τη δύναμη να γεννήσει κάτι μοναδικό. Ήταν η στιγμή που περίμενε για χρόνια: η υλοποίηση των ελπίδων και των ονείρων του, η ενσάρκωση όσων τον καθόριζαν.
Μέσα του, φόβος και συγκίνηση αναμείχθηκαν σαν χορός. Το άγγιγμά του στο κουμπί δεν ήταν αυθόρμητο· ήταν μια πράξη πίστης, ένα ρίσκο υπολογισμένο, μια δήλωση αυτοπεποίθησης.

Καθώς γονάτιζε μπροστά στη σιλουέτα που στεκόταν απέναντί του, κράτησε την αναπνοή του. Στα μάτια του καθρεφτιζόταν μια σιωπηλή προσευχή. Ήταν μια ευάλωτη, αλλά γεμάτη δύναμη στιγμή – η αναγνώριση της επιρροής που είχε ασκήσει η μουσική στη ζωή του. Με φωνή σχεδόν ψιθυριστή, ψέλλισε: «Τραγούδα ξανά».
Δύο λέξεις. Μα μέσα τους έκρυβαν έναν ολόκληρο κόσμο από ανάγκες, φόβους, ελπίδες. Ήταν η έκκληση ενός ανθρώπου που επιθυμούσε να ξαναβρεί ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού του. Για τον Simon, η μουσική δεν ήταν απλά νότες ή ήχοι.
Ήταν το φως του μέσα στο σκοτάδι, η σανίδα σωτηρίας του, ο μόνος τρόπος να επιβιώσει στις πιο δύσκολες νύχτες της ζωής του. Κι όμως, κάποια στιγμή, το τραγούδι σίγησε. Έγινε φόντο, έπαψε να τον συγκινεί. Αυτό που απέμεινε ήταν ένα κενό στην καρδιά του – ένα κενό που ζητούσε να γεμίσει ξανά.
