Το γκαράζ που δεν ξαναπλησίασα ποτέ
Σήμερα το πρωί, μπήκα στο γκαράζ χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό. Ήθελα απλώς να βρω ένα παλιό κουτί με εργαλεία. Ο σύζυγός μου ήταν πάντα ο άνθρωπος της οργάνωσης εκεί μέσα – κάθε αντικείμενο είχε τη θέση του, κάθε βίδα ήταν ταξινομημένη. Εγώ, σχεδόν ποτέ δεν πατούσα το πόδι μου εκεί.
Αυτή τη φορά όμως… κάτι με τράβηξε. Ένα περίεργο ένστικτο. Το φως ήταν εξασθενημένο, όπως πάντα. Η παλιά λάμπα τρεμόπαιζε, φέρνοντας στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να την αλλάξουμε. Προχώρησα αργά προς το πίσω μέρος, εκεί όπου στεκόταν το ντουλάπι με τα χρώματα και τα παρατημένα εργαλεία.
Τότε το είδα. Ή μάλλον, το ένιωσα πρώτα. Κάτι κινούνταν. Ακινητοποιήθηκα. Από μακριά έμοιαζε με μια σκονισμένη γωνιά, τίποτα περισσότερο. Αλλά καθώς πλησίασα, μια ξαφνική πτώση της θερμοκρασίας –σαν ρεύμα παγωμένου αέρα– με τύλιξε. Και τότε το αντίκρισα.

Μια φωλιά. Όχι μικρή, αλλά τεράστια. Σχεδόν οργανική στην όψη της. Ήταν γκρίζα, με υφή ανάμεσα σε βαμβάκι και κάτι… ζωώδες. Ένας όγκος, ένα οικοσύστημα μόνο του, φωλιασμένο στη σιωπή.
Και μέσα του — ζωή.
Δεκάδες. Ίσως εκατοντάδες. Αράχνες.
Άλλες σχεδόν ακίνητες, άλλες που σέρνονταν αργά, ψάχνοντας… τι άραγε; Ήταν σα να με παρατηρούσαν χωρίς μάτια.
Δεν φώναξα. Δεν μπορούσα. Το σώμα μου πάγωσε.
Βγήκα σχεδόν τρέχοντας. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, καρφώνοντάς την με το βλέμμα, λες και κάτι θα έβγαινε από μέσα. Στο διάδρομο ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να χτυπά σαν τύμπανο πολέμου.
Όταν γύρισε ο άντρας μου, μια ώρα αργότερα, του τα είπα όλα. Πρώτα γέλασε. Νόμιζε πως υπερβάλλω.

Μετά, πήγε να δει.
Και τότε… σίγησε.
Η φωλιά ήταν παλιά. Ίσως εκεί χρόνια. Κρυμμένη πίσω από το ντουλάπι, ανάμεσα σε ξεχασμένα χαρτοκιβώτια και παλιές σακούλες. Οι τοίχοι γύρω της ήταν καλυμμένοι με παχιές, μπερδεμένες ίνες ιστών. Και παντού… κινήσεις. Τριχωτές αράχνες, σε μέγεθος από νόμισμα μέχρι κλειδί.
Και στο κέντρο: αυγά. Οβάλ, ημιδιαφανή, με μια γυαλάδα σχεδόν απόκοσμη. Πάλλονταν ελαφρά, σαν να χτυπούσε ζωή από μέσα. «Πώς είναι δυνατόν να ζούσαμε εδώ και να μην το είχαμε καταλάβει;» του ψιθύρισα, ενώ καλούσαμε τον απολυμαντή.
Από τότε… δεν έχω ξαναμπεί στο γκαράζ.
Και ούτε σκοπεύω να το κάνω.
