Καθώς ο νεαρός καλλιτέχνης έφτανε στο ρεφρέν, τα μάτια του Simon Cowell – του διαβόητου για την αυστηρότητά του κριτή – άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα. Η μάσκα της κριτικής αποστασιοποίησης έπεσε για μια στιγμή, αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο βαθιά συγκινημένο από την αυθεντικότητα και την αλήθεια που εξέπεμπε η φωνή του παιδιού.

Μετά το τελευταίο πνεύμα της μελωδίας, το κοινό ξέσπασε σε παρατεταμένο χειροκρότημα, με αρκετούς θεατές να στέκονται όρθιοι, δακρυσμένοι, χωρίς να ξέρουν αν ήταν μάρτυρες ενός μουσικού θαύματος ή μιας σπάνιας αποκάλυψης ψυχής επί σκηνής. Ο Simon σηκώθηκε αργά, σαν να προσπαθούσε να επεξεργαστεί τι είχε μόλις βιώσει.

Πλησίασε τον νεαρό, τον κοίταξε στα μάτια και, χωρίς να πει λέξη, τον αγκάλιασε. Ήταν μια σιωπηλή επιβεβαίωση ότι μόλις είχε συμβεί κάτι πολύ πιο σημαντικό από μια απλή οντισιόν.
Εκείνο το βράδυ, η μουσική δε νίκησε απλώς – αποκάλυψε. Και η σκηνή δεν έγινε τόπος διαγωνισμού, αλλά ιερό έκφρασης και σύνδεσης.
