Το βυθισμένο τρένο – ένα μυστικό στο σκοτάδι της λίμνης
Το νερό ήταν παγωμένο και ακίνητο καθώς ο δύτης κατέβαινε αργά, όλο και πιο βαθιά μέσα στη λίμνη. Σε βάθος πάνω από είκοσι μέτρα, το φως της επιφάνειας είχε σχεδόν σβήσει. Παντού επικρατούσε μια απόκοσμη σιωπή.
Ο φακός του έσχιζε το σκοτάδι με λεπτές ακτίνες, φωτίζοντας αιωρούμενα σωματίδια και βραδυκίνητα πλάσματα που χάνονταν στην άμμο. Όλα έδειχναν πως θα ήταν μια συνηθισμένη κατάδυση — μέχρι που μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε κάτι παράξενο.
Αρχικά, έμοιαζε με βράχο. Μια σκιά. Μα όσο πλησίαζε, η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο δυνατά. Εκεί, σκεπασμένο με λάσπη και σιωπή, ξεπρόβαλε… ένα τρένο. Ένα πραγματικό, παλιό τρένο, βυθισμένο στο βυθό. Η σκουριά είχε φάει το μέταλλο.

Οι πόρτες κρέμονταν από στραβωμένους μεντεσέδες. Οι ρόδες ήταν μισοθαμμένες στην άμμο. Τα βαγόνια, αν και ερειπωμένα, έστεκαν ακίνητα σαν παγωμένα φαντάσματα του παρελθόντος.
Ακολουθώντας τις σκουριασμένες ράγες με το φως του, προχώρησε προς το εσωτερικό. Κάτι τον τραβούσε – σαν να τον καλούσε το ίδιο το παρελθόν. Με αργές, προσεκτικές κινήσεις, μπήκε στο πρώτο βαγόνι. Η λάσπη αιωρούνταν πυκνή. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με σκόνη χρόνου. Και τότε είδε κάτι: μια ξεθωριασμένη λευκή επιγραφή στον τοίχο.
«1953»
Ξαφνικά, τα κομμάτια ενώθηκαν. Πριν από δεκαετίες, αυτή η περιοχή ήταν μέρος ενός πολυσύχναστου σιδηροδρομικού δικτύου. Χωριά, άνθρωποι, ιστορίες. Ώσπου ήρθε το φράγμα. Το νερό ανέβηκε και όλα χάθηκαν. Σπίτια, δρόμοι, σταθμοί… τρένα.

Κι αυτό το τρένο — ξεχασμένο, βουβό — έμεινε εκεί, παγιδευμένο κάτω από τη λίμνη, σαν μια χρονοκάψουλα. Μαρτυρία ενός κόσμου που έσβησε χωρίς να ειπωθεί η ιστορία του.
Ο δύτης έμεινε να αιωρείται μέσα στο βαγόνι, ανάμεσα σε σκουριά και σκιές, νιώθοντας πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος μετά από μισό αιώνα που άκουγε τη σιωπή αυτού του μέρους.
Και για μια στιγμή, ο χρόνος σταμάτησε.
