Το χαλί
Ήμουν σίγουρος πως είχα βρει απλώς ένα παλιό χαλί. Ακόμη ένα εύρημα ανάμεσα στα σκουπίδια που θα μπορούσε να μου προσφέρει λίγη άνεση, λίγη θαλπωρή.
Η ζωή στη χωματερή με είχε διδάξει να εκτιμώ ό,τι οι άλλοι πετούν. Απόκοσμοι σωροί σκουπιδιών γίνονταν για μένα καταφύγιο. Παλιά σακιά — μαξιλάρια. Φθαρμένα υφάσματα — κουβέρτες. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Το προηγούμενο βράδυ, είχα ακούσει έναν θόρυβο: ένα SUV σταμάτησε απότομα, και κάποιος πέταξε κάτι βαρύ. Σκέφτηκα πως ήταν μπάζα. Ίσως χρήσιμα, για να κλείσω την τρύπα στη στέγη.
Με το πρώτο φως φόρεσα τις λαστιχένιες μπότες και πλησίασα. Ήταν ένα χαλί. Βαρύ, ακριβό — σχεδόν απείραχτο. Έμοιαζε με κάτι που ανήκε σε αρχοντικό, όχι σε σκουπιδότοπο.

«Τυχερός είμαι», μουρμούρισα. «Αυτό θα γίνει το νέο μου στρώμα».
Έσκυψα, έπιασα μια γωνία και τράβηξα.
Και τότε… ο χρόνος σταμάτησε.
Μέσα στο χαλί υπήρχε κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Ένα χέρι. Ανθρώπινο. Λευκό, άψυχο — ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν.
Η καρδιά μου πάγωσε. Μα όταν τα δάχτυλα κινήθηκαν αμυδρά, ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά όλο μου το κορμί. Ήταν ζωντανή. Ξετύλιξα γρήγορα το υπόλοιπο χαλί. Η γυναίκα ήταν χλωμή, χτυπημένη, σχεδόν αναίσθητη. Το πρόσωπό της είχε κάτι από το θάνατο — και κάτι από τη ζωή που πάλευε να κρατηθεί.
Πανικός. Τρόμος. Και μέσα σε όλα, μια φωνή μέσα μου: αν φύγεις, πεθαίνει.
Μπορεί να με κατηγορούσαν. Μπορεί να μη με πίστευαν. Αλλά δεν είχε σημασία.
Πήρα το κινητό. Κάλεσα το 911. Και κράτησα το χέρι της, μέχρι να έρθει η βοήθεια.

Έναν χρόνο μετά.
Η χωματερή ίδια όπως πάντα. Μόνο εγώ — λίγο πιο σιωπηλός, λίγο πιο μόνος.
Και τότε, σταμάτησε ένα αυτοκίνητο. Ξανά.
Μια γυναίκα βγήκε. Ψηλή, κομψή, αποφασιστική. Τα μάτια της γυάλιζαν. Σάρωσε τον χώρο με το βλέμμα της, σαν να έψαχνε κάτι. Ή κάποιον.
Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω μου. Και τότε κατάλαβα. Ήταν αυτή.
Αυτή που έσωσα. Αυτή που γύρισε. Όχι ως θύμα — αλλά ως γυναίκα που είχε πάρει τη ζωή της πίσω.
Και ίσως, για μια στιγμή, ήρθε να μου επιστρέψει κάτι από τη δική μου.
